el εγω το λεω του σκυλου μου και ο σκυλοσ στην ουρα του |
― DerivedFrom ⟶
Weight: 1.0
|
|
Source: English Wiktionary | ||
el το φτηνο το κρεασ το τρων οι σκυλοι |
― DerivedFrom ⟶
Weight: 1.0
|
|
Source: English Wiktionary | ||
el και την πιτα ολοκληρη και τον σκυλο χορτατο |
― DerivedFrom ⟶
Weight: 1.0
|
|
Source: English Wiktionary | ||
el σκυλοσ που γαβγιζει δεν δαγκωνει |
― DerivedFrom ⟶
Weight: 1.0
|
|
Source: English Wiktionary | ||
el σαν τον σκυλο με τη γατα |
― DerivedFrom ⟶
Weight: 1.0
|
|
Source: English Wiktionary |